Ακολουθεί μια ιστοριούλα που διασκέδα πολύ, αντιγραφή από τα βιβλία της Ωρόρα.
Ο ΕΚΤΟΠΙΣΜΕΝΟΣ (του ΕΡΙΚ ΦΡΑΝΚ ΡΑΣΕΛ)
Βγήκε μέσα απ' το σούρουπο και κάθισε στο παγκάκι μου, κοιτάζοντας αφηρημένα τις λίμνες απέναντι απ' το πάρκο. Ο ήλιος που έδυε έμοιαζε να αιμορραγεί στον ουρανό. Το Σέντραλ Παρκ απολάμβανε τη γαλήνη του δειλινού. Ακουγόταν μόνο το θρόισμα των φύλλων και του χορταριού, τα ερωτόλογα κάποιων ζευγαριών κρυμμένων στις σκιές, το απόμακρο κορνάρισμα κάποιου λεωφορείου στην Πέμπτη Λεωφόρο.
Όταν το παγκάκι τρεμούλιασε, δηλώνοντας μου πως είχα συντροφιά) έριξα μια λοξή ματιά προς την άλλη άκρη του, περιμένοντας πως θα ήταν κάποιος αλήτης που έψαχνε μέρος για να κοιμηθεί. Η διάφορα ανάμεσα σ' αυτό που περίμενα και σ' αυτό που είδα ήταν τόσο μεγάλη, ώστε κοίταξα ξανά, προσεκτικά, με την άκρη του ματιού μου, ώστε ο άνδρας να μη με προσέξει. Ο άνδρας είχε λεπτά, ευαίσθητα χαρακτηριστικά, λευκά όπως τα γάντια και το πουκάμισο του. Τα παπούτσια και το κουστούμι του ήταν μαύρα, μα ακόμα πιο μαύρα ήταν τα λεπτά, αψιδωτά φρύδια του και τα καλοχτενισμένα μαλλιά του. Όμως πιο μαύρα απ' όλα ήταν τα μάτια του. Ήταν κατασκότεινα, αλλά μέσα τους ζούσε μια κρυφή λάμψη.
Δε φορούσε καπέλο. Ένα λεπτό εβένινο μπαστούνι περιπάτου ακουμπούσε πάνω στα πόδια του, κι ένας μαύρος μανδύας με μεταξωτή φόδρα κρεμόταν από τους ώμους του. Αν ήταν ηθοποιός, δε θα μπορούσε να παίζει καλύτερα το ρόλο ενός διακεκριμένου ξένου.
Άρχισα να κάνω σκέψεις γι αυτόν, όπως συνηθίζει να κάνει κάποιος με τους γύρω του όταν δεν έχει άλλη δουλειά. Κατέληξα στο συμπέρασμα πως ήταν κάποιος Ευρωπαίος πολιτικός πρόσφυγας. Ένας σπουδαίος χειρούργος, γλύπτης ή κάτι παρόμοιο. Ίσως ένας συγγραφέας ή ζωγράφος. Μάλλον το τελευταίο.
Του έριξα άλλη μια κλεφτή ματιά. Στο λιγοστό φως, το χλωμό προφίλ του είχε μια γερακίσια όψη. Η λάμψη στα μάτια του δυνάμωνε καθώς έπεφτε το σκοτάδι. Ο μανδύας του πρόσδιδε μεγαλοπρέπεια. Τα δέντρα έμοιαζαν να απλώνουν τα κλαδιά τους προς το μέρος του για να του προσφέρουν προστασία μέσα στη νύχτα.
Το πρόσωπο του δεν έδειχνε κανένα σημάδι ταλαιπωρίας. Δεν είχε καμιά σχέση με τα κουρασμένα, ρυτιδιασμένα πρόσωπα που έβλεπα στη Νέα Υόρκη, πρόσωπα σημαδεμένα για πάντα από τη Γκεστάπο. Αντίθετα, η έκφραση του ήταν ένα μείγμα θάρρους και μακαριότητας. Κατέληξα τελικά στο συμπέρασμα πως ήταν μουσικός. Μπορούσα να τον φανταστώ να διευθύνει μια χορωδία πενήντα χιλιάδων φωνών.
«Μ' αρέσει η μουσική», είπε με μια βαθιά και πλούσια φωνή, γυρίζοντας το πρόσωπο προς το μέρος μου.
«Σοβαρά;» Η απρόσμενη αντίδραση του με είχε αφήσει άναυδο. «Ποιου είδους;» ρώτησα αδύναμα.
«Αυτού του είδους». Χρησιμοποίησε το εβένινο ραβδί του για να δείξει τον κόσμο γύρω μας. «Ο αναστεναγμός του τέλους της ημέρας».
«Ναι, οι ήχοι είναι χαλαρωτικοί« συμφώνησα εγώ.
Μείναμε πάλι αμίλητοι. Αργά, ο ορίζοντας απορρόφησε το αίμα από τον ουρανό. Ένα χλωμό φεγγάρι φανερώθηκε πάνω από τους ουρανοξύστες.
«Δεν είστε από τη Νέα Υόρκη, έτσι δεν είναι;» είπα τελικά.
«Όχι». Ακουμπώντας τα μακριά, λεπτά του δάχτυλα πάνω στο μπαστούνι, κοίταξε συλλογισμένα μπροστά. «Είμαι ένας εκτοπισμένος».
«Λυπάμαι γι' αυτό».
«Σας ευχαριστώ», είπε.
Δε μπορούσα να κάθομαι αμίλητος πλάι του. Έπρεπε να συνεχίσω την κουβέντα ή να φύγω. Συνέχισα.
«θα θέλατε να μου πείτε περισσότερα;»
Γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε εξεταστικά, λες και μόλις εκείνη τη στιγμή είχε αντιληφθεί την παρουσία μου. Το αλλόκοτο φως μέσα στα μάτια του ήταν σχεδόν απτό. Χαμογέλασε αργά και συγκαταβατικά, φανερώνοντας τέλεια δόντια.
«Δε θέλω να καταχραστώ το χρόνο σας».
«Όχι, βέβαια. Δεν έχω δουλειά, έτσι κι αλλιώς».
Χαμογελώντας ξανά, άρχισε να διαγράφει με το μπαστούνι του αόρατους κύκλους μπροστά στα μαύρα παπούτσια του.
«Στις μέρες αυτές, η ιστορία είναι συνηθισμένη», είπε. «Ένας ηγέτης τυφλώθηκε τόσο από την ίδια του τη δόξα ώστε δεν μπορούσε πια να διακρίνει τα λάθη του. Άρχισε να αποκτά σύμπλεγμα ανωτερότητας και να παριστάνει τον υπέρτατο κριτή σε οτιδήποτε, από τη γέννηση ως το θάνατο, προκαλώντας έτσι ένα κίνημα για την ανατροπή του. Μόνος έσπειρε το σπέρμα της καταστροφής του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήταν κάτι αναπόφευκτο».
«Σίγουρα!» συμφώνησα με όλη μου την καρδιά. «Στο διάβολο οι δικτάτορες!»
Το μπαστούνι ξέφυγε από τα χέρια του. Το σήκωσε, το έπαιξε αφηρημένα, και ξανάρχισε να φτιάχνει κύκλους.
«Η επανάσταση πέτυχε;» ρώτησα.
«Όχι». Κοιτούσε τους κύκλους λες και μπορούσε να τους δει. «Αποδείχθηκε πολύ αδύναμη και πολύ πρώιμη. Συντρίφτηκε. Ύστερα άρχισαν οι εκκαθαρίσεις». Τα λαμπερά του μάτια κοίταξαν τα ψηλά δέντρα. «Εγώ ήμουν αυτός που οργάνωσα το κίνημα της αντίστασης. Πιστεύω πως ήταν δικαιολογημένο. Τώρα δεν τολμώ να γυρίσω πίσω».
«Μη σας νοιάζει αυτό. Εδώ θα εγκλιματιστείτε μια χαρά».
«Δεν το νομίζω. Ούτε εδώ είμαι ευπρόσδεκτος». Η φωνή του έγινε πιο βαθιά. «Είμαι ανεπιθύμητος... παντού».
«Δε μου μοιάζετε με τον Τρότσκι», προσπάθησα να αστειευτώ. «Εξάλλου, εκείνον τον σκότωσαν. Ευθυμήστε. Μην είστε απαισιόδοξος. Βρίσκεστε πια σε μια ελεύθερη χώρα».
«Κανείς δεν είναι ελεύθερος όσο βρίσκεται κάπου που να μπορεί να τον φτάσει ο εχθρός του». Με κοίταξε μ' ένα ενοχλητικό ίχνος ειρωνείας. «Όσο ο αντίπαλος έχει τον έλεγχο κάθε δίαυλου προπαγάνδας και τους χρησιμοποιεί αποκλειστικά για να παρουσιάζει τις δικές του θέσεις, καταδικάζοντας εκ προοιμίου κάθε αλήθεια ως το χειρότερο ψέμα, εγώ δεν έχω καμιά ελπίδα».
«Αυτός είναι ο ευρωπαϊκός τρόπος σκέψης. Δεν σας κατηγορώ γι' αυτό, αλλά πρέπει να απαλλαγείτε απ' αυτόν. Τώρα πια βρίσκεστε στην Αμερική. Εδώ υπάρχει ελευθερία λόγου. Ένας άνθρωπος μπορεί να λεει ότι θέλει και να γράφει ότι θέλει».
«Μακάρι να ήταν αλήθεια».
«Είναι η αλήθεια», τον διαβεβαίωσα, ενώ ο εκνευρισμός μου μεγάλωνε. «Εδώ μπορείτε να αποκαλέσετε τον Μαχαραγιά του Μπάαμ με όσα κοσμητικά επίθετα θέλετε. Κανείς δεν θα σας σταματήσει, ούτε καν κάποιος αστυνομικός. Όπως σας είπα, είμαστε ελεύθεροι».
Εκείνος σηκώθηκε όρθιος, πανύψηλος ανάμεσα στα δέντρα. Από την καθιστή μου θέση, το ύψος του φαινόταν τεράστιο. Το φεγγάρι φώτιζε το χλωμό του πρόσωπο.
«Μακάρι να είχα το ένα δέκατο της δικής σας σιγουριάς».
Μ' αυτά τα λόγια, μου γύρισε την πλάτη. Ο μανδύας του ανέμισε πίσω του στη νυχτερινή αύρα, μέχρι που έμοιαζε με πελώρια φτερά.
«Το όνομα μου», μουρμούρισε σιγανά, «είναι Εωσφόρος».
Ο μόνος ήχος που ακολούθησε ήταν ο ψίθυρος του ανέμου.